ὑποδρομή

ὑποδρομή
ὑποδρομ-ή, ,
A running under or into the way of a thing, Antipho 3.2.5;

αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑ. Cleom.2.3

;

ὀστέου ῥαγέντος ὑπὸ τὸ ἀντικείμενον ὑ. Sor.Fract.5

;

ὑ. αἵματος

suffusion,

Dsc.Eup.1.37

, Archig. ap. Orib.46.23.1, Sch.Theoc.5.99.
II place to run down into, burrow, Ael.NA16.15; bower, Id.VH3.1.
III cringing, ib. 14.48, Poll.4.50.
IV = ὑπόδρομος (B), , Ael.NA14.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποδρομή — running under fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ …   Dictionary of Greek

  • ὑποδρομῇ — ὑποδρομέω pres subj mp 2nd sg ὑποδρομέω pres ind mp 2nd sg ὑποδρομέω pres subj act 3rd sg ὑποδρομή running under fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρομαῖς — ὑποδρομή running under fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρομαί — ὑποδρομή running under fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρομήν — ὑποδρομή running under fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδρομάς — ὑποδρομά̱ς , ὑποδρομή running under fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρομῆς — ὑποδρομέω pres ind act 2nd sg (doric) ὑποδρομή running under fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρομῶν — ὑποδρομέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑποδρομή running under fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”